- πενταροδεκάρες
- οι незначительная сумма денег; пустяк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πενταροδεκάρες — οι 1. χρηματικό ποσό από πεντάρες και δεκάρες 2. μτφ. ευτελές χρηματικό ποσό («το δώρο του αξίζει μερικές πενταροδεκάρες») … Dictionary of Greek
πενταροδεκάρες — οι 1. πεντάρες και δεκάρες. 2. ποσό ασήμαντο: Με πενταροδεκάρες δε μαζεύονται τόσα χρήματα που θέλουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)